- δούρατι
- δόρυstemneut dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβόλαιος — ον, Α 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί μπροστά από κάποιον ή από κάτι («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα», Θεόκρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προβόλαιος όπλο που κατέληγε σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προβόλαιον μέσο άμυνας,… … Dictionary of Greek
δούραθ' — δούρατα , δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) δούρατι , δόρυ stem neut dat sg (epic) δούρατε , δόρυ stem neut nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούρατ' — δούρατα , δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) δούρατι , δόρυ stem neut dat sg (epic) δούρατε , δόρυ stem neut nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)